- εύπεπτος
- -η, -ο (Α εὔπεπτος, -ον) (για τροφές) χωνευτικός, ευκολοχώνευτοςαρχ.1. αυτός που έχει καλή χώνευση, που χωνεύει εύκολα2. (για χυμούς) αυτός που στίβεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πεπτος (< πέσσω «ωριμάζω, χωνεύω»), πρβλ. δύσ-πεπτος].
Dictionary of Greek. 2013.